καταβαυκάλησις

καταβαυκάλησις
καταβαυκᾰλ-ησις, εως, ,
A lullaby, Ath.14.618e(pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταβαυκαλήσεις — καταβαυκάλησις lullaby fem nom/voc pl (attic epic) καταβαυκάλησις lullaby fem nom/acc pl (attic) καταβαυκαλάω lull to sleep aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) καταβαυκαλάω lull to sleep fut ind act 2nd sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβαυκάληση — η (Α καταβαυκάλησις) νεοελλ. μτφ. η εξαπάτηση με δολερά μέσα, το αποκοίμισμα αρχ. το νανούρισμα τών παιδιών με τραγούδι ή με μουσικό όργανο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”